Παρασκευή, 13 Μαΐου 2011 - Της Κορίνας Λασκαρίδου
Με έναυσμα την Zaz, ταξιδεύουμε στην ιστορία της γαλλικής μουσικής από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα.
Ένα κοριτσάκι που ταξίδεψε σε Ευρώπη και Ασία με μόνο όργανο τη φωνή του και περιπλανήθηκε σε ποικίλα και ετερόκλητα μουσικά μονοπάτια για μία περίπου δεκαετία, με αποσκευές ακουστικά τραγούδια που συνδυάζουν αρμονικά την jazz, την soul, το γαλλικό chanson και τις έθνικ επιρροές της, έφτασε στον προορισμό της έπειτα από πολύ κόπο τον Μάιο του 2010.
Ο πρώτος της δίσκος λεγόταν Zaz. H κατά κόσμον Isabelle Geffroy, με τον δίσκο-σταθμό, στάθηκε η αφορμή για την επανεμφάνιση της γαλλικής μουσικής στα ραδιόφωνα και στ’ αυτιά μας. Με τον υπέροχο συνδυασμό μουσικής, φωνής και απλής ενορχήστρωσης, κατάφερε οι μελωδίες της να γίνουν σφύριγμα στα χείλια όλων και βοήθησε στο να γίνει ξανά μέρος των ακουσμάτων μας η ξεχασμένη γαλλική μουσική. Με έναυσμα την Zaz, θα ταξιδέψουμε στην ιστορία της γαλλικής μουσικής από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα.
Για τη γαλλική μουσική η πιο σημαντική μορφή μουσικής έκφρασης είναι το chanson, αν και η στεγνή μετάφρασή του είναι τραγούδι, για τους Γάλλους είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Με ρίζες από το γερμανικό lieder του Schubert, το chanson χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους από τον Μεσαίωνα αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, καθώς συνιστά ένα αξεπέραστο μόρφημα μουσικής εκφραστικότητας και λυρικής ποικιλομορφίας. Τον 20ό αιώνα το chanson εξελίσσεται κάθε λίγα χρόνια, επιρρεπές στις πνευματικές αλλαγές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις της γαλλικής κοινωνίας. Ο Francis Poulenc με τους Jacques Prévert και Jean Cocteau συνθέτουν τα chanson conservatrices (συντηρητικά τραγούδια), ενώ αργότερα επανέρχεται η πιο φυσιολατρική εκδοχή του chanson, που άπτεται θεματικών που σχετίζονται με τη θάλασσα, το βουνό, τα τοπία.
Οι επιταγές των καιρών οδηγούν στο chanson littéraire (λογοτεχνικό τραγούδι) και αρκετά αργότερα στο chanson de pop (δημοφιλές τραγούδι). Παρά τις μικρές ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις του, το chanson είναι αδιάλειπτα το όχημα για την πολιτιστική και γλωσσική έκφραση ενός ολόκληρου έθνους, αλλά και η ασπίδα που αντικρούει κάθε ανεπιθύμητη εξωτερική επιρροή ή επίθεση.
Η δραματική περίοδος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η ήττα των Γάλλων απέναντι στη ναζιστική Γερμανία πυροδότησαν σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, αλλά ταυτόχρονα σηματοδότησαν την πνευματική αναγέννηση, επηρεάζοντας άμεσα το γαλλικό chanson που οδηγείται σε μία νέα ακμή κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτή η περίοδος σημαδεύεται από τη μεγάλη κυρία του γαλλικού τραγουδιού, τη μοναδική Edith Piaf.
Οι αξιομνημόνευτες παραστάσεις της στα music halls της εποχής, το ABC και το Olympia, και η μοναδική της εκφραστικότητα την ανέδειξαν ως μυθική προσωπικότητα, παρά το μικρό της μέγεθος -μόλις 1,47μ.-, που ήταν η αφορμή για το καλλιτεχνικό της επώνυμο, Piaf, που σημαίνει «σπουργιτάκι» στη γαλλική αργκό. Το μικρό «σπουργιτάκι» κουβαλάει στην πλάτη του δύσκολα παιδικά χρόνια και ένα πολύπαθο παρελθόν, που περιλαμβάνει από διετή τύφλωση μέχρι την απώλεια της δίχρονης κόρης της από μηνιγγίτιδα, τα οποία όμως χρωματίζουν έντονα την φωνή της όταν τραγουδάει για τη στέρηση, την απόγνωση, τη δυστυχία, αλλά και τους άτυχους έρωτες. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής αντίστασης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα τραγούδια της έγιναν ένα είδος εθνικού ύμνου, όπως για παράδειγμα το τραγούδι Mon Légionnaire, παρά τις υπόνοιες που συντηρούνται μέχρι σήμερα ότι η Piaf συνεργαζόταν με τους Γερμανούς.
Ωστόσο, το πιο εμβληματικό τραγούδι της είναι αναμφισβήτητα το, γραμμένο από την ίδια το 1947, La vie en rose, με το οποία ξεκινά τις περιοδείες στην Αμερική, την οποία κατακτά, αν και με δυσκολία. Άλλωστε ήταν μια Γαλλίδα που τραγουδούσε με μόνο όπλο την φωνή της και τους όμορφους στίχους των τραγουδιών της και χωρίς περιττά λούσα, πάντα φορώντας ένα μαύρο φόρεμα και τον σταυρό της. Με την ίδια δυσκολία κατακτά και την Ελλάδα, όπως μαρτυρά στην αυτοβιογραφία της.
Κατά τη διάρκεια τουρνέ γνωρίζει τον Δημήτρη Χορν, τον οποίο ερωτεύεται σφόδρα και στα ερωτικά γράμματα που του στέλνει ομολογεί «Θα τα παρατήσω όλα για σένα», ενώ τον παροτρύνει να την επισκεφτεί στο Παρίσι. Μπορεί αυτός ο έρωτας να μην ευοδώθηκε, αλλά ο τελευταίος της σύζυγος ήταν Έλληνας, ένας κομμωτής είκοσι χρόνια νεότερός της, ονόματι Θεοφάνης Λαμπούκας, που μετονόμασε σε Theo Sarapo και μεταμόρφωσε σε έναν τραγουδιστή άξιο να τραγουδάει δίπλα της στη σκηνή του φημισμένου Olympia. Την ίδια τακτική είχε άλλωστε ακολουθήσει και με πολλούς άλλους τραγουδιστές στους οποίους πίστεψε ή αγάπησε, όπως ο Yves Montand, ο Eddie Constantine, ο Gilbert Bécaud, ο Georges Moustaki και ο Charles Aznavour, μεταξύ άλλων. Ο θάνατός της, που επήλθε από καρκίνο, αλλά και από τις καταχρήσεις και τα πολλαπλά τροχαία ατυχήματα που έπληξαν σοβαρά την εύθραυστη υγεία της, το 1963, σε ηλικία μόλις 47 ετών, έριξε σε πένθος όλη τη Γαλλία… είχαν μόλις χάσει τη φωνή της πατρίδας τους.
Από το 1945 στη Rive Gauche (Αριστερή Όχθη) του Σηκουάνα, που από χρόνια είναι το κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού, μετά τα χρόνια της στέρησης του πολέμου, οι νέοι απολαμβάνουν την ελευθερία των απόψεών τους, αναζητούν την πνευματική αναγέννηση, αλλά ζουν για τη χαρά της διασκέδασης. Στο Saint-Germain-des-Prés βρίσκονται βιβλιοθήκες, εκδοτικοί οίκοι, γκαλερί, αλλά και cafés, όπως τα περίφημα Café de Flore και Café des Deux Magots, οι «caves» -αντίστοιχες μπουάτ-, Les Trois Baudets του περίφημου Jacques Canetti, και φυσικά τα cabarets, La Rose Rouge, το μυθικό Tabou, La Colombe. Εκεί φιλοξενούνται σχήματα μίμων-κωμικών-τραγουδιστών, όπως οι διάσημοι Frères Jacques και οι Quatre Barbus, που δίνουν μια διαφορετική ερμηνεία στα γαλλικά τραγούδια της εποχής, πιο ανάγλυφη και απτή, ενώ νέοι τραγουδιστές υιοθετούν ένα διαφορετικό ήχο. Είναι το νέο chanson Rive Gauche και σηματοδοτεί τη χρυσή εποχή του είδους.
Η πνευματική δίνη του Saint-Germain-des-Prés είναι ασύλληπτη. Πολιτικές αναζητήσεις, φιλοσοφικά κινήματα, καλλιτεχνικά ρεύματα, από τον μαρξισμό και τον υπαρξισμό μέχρι τον υπερρεαλισμό και τον ντανταϊσμό, συμπαρασύρουν και τους ποιητές, τους πνευματικούς αυτούς ταγούς που εμπνέονται από τον πολιτιστικό οργασμό και δημιουργούν ποιήματα με σκοπό να τα παραχωρήσουν για μελοποίηση και σύντομα το chanson littéraire (λογοτεχνικό τραγούδι) ανάγεται σε βασικό συστατικό των βραδιών στη Rive Gauche. Πρωτοστάτες σ’ αυτό το ρεύμα είναι οι Jacques Prévert, o Jean-Paul Sartre, o François Mauriac και αργότερα η Françoise Sagan.
Μία μόνο γυναίκα ενσαρκώνει απόλυτα αυτή την περίοδο, και δεν είναι άλλη από την Juliette Gréco. Γίνεται η «Βασίλισσα του Saint-Germain» και η μούσα πολλών ποιητών, αλλά κυρίως του υπαρξιστή Jean-Paul Sartre, που λέει για την ίδια: «Η Gréco έχει εκατομμύρια διαμάντια στο λαιμό της.
Εκατομμύρια ποιήματα που δεν γράφτηκαν ακόμα, μα θα γραφτούν. Κάνει κανείς έργα για διάφορους ηθοποιούς, γιατί να μην κάνει κανείς ποιήματα για μια τέτοια φωνή;». Με το Les Feuilles mortes του Jacques Prévert κάνει σαρωτική επιτυχία της στα cabarets του Saint-Germain, αν και πρωτοερμηνεύτηκε από τον Yves Montand, ενώ με το Je hais les dimanches του Charles Aznavour κατακτά την σκηνή των music halls. Εκεί η απόλυτη πρέσβειρα του chanson Rive Gauche τελειοποιεί τις ερμηνείες της και μεταλαμπαδεύει τα chansons από την ελίτ στο ευρύ κοινό. Το σύντομο ειδύλλιό της με τον Αμερικανό τζαζίστα Miles Davis τη στιγματίζει για μια ζωή και έκτοτε η πολιτικοποιημένη πάντα Gréco αγωνίζεται και κατά του ρατσισμού.
Ταυτόχρονα, ο Gilbert Bécaud και ο Yves Montand ανεβαίνουν κι εκείνοι στην σκηνή των music halls. Δεν είναι τυχαίο ότι και τους δύο τους έχει διαμορφώσει σ’ αυτό που είναι η ικανότατη Edith Piaf. Έχοντας δουλέψει ως πιανίστας του πρώτου άντρα της, Jacques Pills, ως μάνατζερ της ίδιας, στο τέλος διαμορφώθηκε ως τραγουδιστής και προωθήθηκε από την Piaf. Και όχι άδικα. Με ψευδώνυμο «ο κύριος 100.000 βολτ» έδινε πολύ ενεργητικές παραστάσεις και ενθουσίαζε το κοινό, ειδικά με την επιτυχία του Nathalie, και όχι μόνο. Με την χαρακτηριστική του πουά γραβάτα, κατάφερε να τραγουδήσει 33 φορές στο Olympia, ένα ρεκόρ που δεν κατέχει κανένας άλλος σύγχρονός του. Ο νεαρότερος Yves Montand από την άλλη τραγουδάει το Les feuilles mortes και καταφέρνει να γοητεύσει 2.000 άτομα κάθε βράδυ με τις ποικιλόμορφες ερμηνείες του, που μεταπηδούν από την ποίηση στην κωμωδία, από την θλίψη στον ενθουσιασμό, από τον υπέρμετρο ρομαντισμό στην ζηλοφθονία.
Στην προπολεμική Γαλλία, όπου η σύνθεση, η στιχουργική και το τραγούδι είναι ρόλοι για τρία διαφορετικά άτομα, πρώτος ο Charles Trenet τραγουδά τραγούδια βασισμένα σε δικό του υλικό «παίζοντας» με την παραδοσιακή φόρμα του chanson, ανοίγοντας τον δρόμο για τους τραγουδοποιούς της γενιάς που έπεται, των auteurs-compositeurs-interprètes (συγγραφείς-συνθέτες-ερμηνευτές). Εμπνευσμένος από την παλιότερη γενιά, όπως τον Maurice Chevalier, ο Trenet κατάφερε να εκμοντερνίσει το γαλλικό τραγούδι, εισάγοντας ποιητικούς και ρεαλιστικούς στίχους, αλλά και υιοθετώντας στοιχεία του swing και της jazz που τότε μεσουρανούσαν χάρις στο Quintette du Hot Club de France και τις Big Bands. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Trenet έγραψε ένα από τα πιο χαρακτηριστικότερα γαλλικά τραγούδια όλων των εποχών, το La Mer, μεταξύ άλλων 900 τραγουδιών του ρεπερτορίου του, ενώ ο θάνατός του το 2001 πυροδότησε την εκ νέου ανθολόγηση του γαλλικού chanson και την επανεκτίμηση της «παλιάς φρουράς» της γαλλικής μουσικής.
Με τον Trenet ως πρωτεργάτη, διαμορφώνεται ένα νέο είδος καλλιτεχνών που υπηρετούν το chanson Rive Gauche, οι auteurs-compositeurs-interprètes ή αλλιώς ACI, οι οποίοι ανανεώνουν δραστικά το chanson και διευρύνουν το περιεχόμενό τους, είναι ερωτικά, χιουμοριστικά, επαναστατικά, ειρηνιστικά, ακόμα και προσβλητικά. Κύριοι εκπρόσωποί του είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές αντρικές φωνές της εποχής, αρχικά ο Georges Brassens, ο Jacques Brel, ο Leo Ferré, ενώ στο τέλος της δεκαετίας αναδύονται ο Charles Aznavour και ο Jean Ferrat. Όλοι διαμορφώνουν ένα διαφορετικό προσωπικό ύφος.
Ο Georges Brassens αντιπροσωπεύει αναμφισβήτητα το chanson d'auteur (τραγούδι του συγγραφέα), ένα είδος στο οποίο οι στίχοι είναι πιο σημαντικοί από τη μουσική. Άλλωστε ο Brassens οδηγήθηκε στη μουσική μέσα από τα ποιήματα και τους στίχους, μέσα από τη βαθιά γνώση της μετρικής που σκάρωνε και θέλησε κάποια στιγμή να τους μελοποιήσει.
Είναι μοναδικό του γνώρισμα το ότι καταφέρνει να αφηγείται ιστορίες σε κακόφημα μέρη, με πόρνες και κλέφτες, κι όμως το κοινό του να νιώθει ότι έρχεται σ’ επαφή με την υψηλότερη μορφή ποίησης. Εξαιρετικά επαναστατικός, αλλά και αθυρόστομος, παίζει με τις λέξεις, τους ιδιωματισμούς, την αργκό και τους συμβολισμούς, γι’ αυτό και τα τραγούδια του χάνουν τα υποδόρια νοήματά τους όταν μεταφράζονται. Παρ’ όλα αυτά, βρίσκουμε μερικά διασκευασμένα από Έλληνες καλλιτέχνες, τον Χρήστο Θηβαίο (Ο γορίλλας), τον Φοίβο Δεληβοριά (Η γυναίκα του Πατώκου) και τον Θόδωρο Αναστασίου (Οι μαλάκες, Η κακή μου φήμη, Η διαθήκη).
Δεμένοι με μια δυνατή φιλία που διήρκεσε μέχρι το τέλος της ζωής τους, αλλά και με κοινά φιλελεύθερα πιστεύω, ο Brassens και ο Jacques Brel στην πραγματικότητα διαφέρουν εξαιρετικά.
Ο «Grand Jacques» («Μεγάλος Ζακ»), όπως τον αποκαλούν οι Γάλλοι, αν και μνημειώδης φιγούρα για το γαλλικό τραγούδι σήμερα, γεννιέται στο Βέλγιο. Η επιτυχία δεν έρχεται εύκολα, ούτε σύντομα, αλλά ύστερα από μήνες που τραγουδάει σε 6-7 cabarets μέσα σ’ ένα βράδυ και έπειτα από μερικές σωστές συμβουλές για την τοποθέτηση της φωνής του από τον ιδιοκτήτη του Les Trois Baudets, Canetti, βρίσκεται σύντομα στην αρχή μιας μεγάλης καριέρας. Με όχημα τη μορφή του κλασικού chanson, ο Brel χρησιμοποιεί στίχους θλιμμένους ενδεδυμένους με χαρούμενες μελωδίες, βασιζόμενος ενίοτε σε χορευτικούς ρυθμούς γαλλικών και φλαμανδικών χορών και γίνεται η φωνή της προδομένης ή χαμένης αγάπης, Ne me quittez pas…
Ο Léο Ferré, από την άλλη, κατορθώνει να πάει το chanson ένα βήμα πιο κάτω από εκεί που το άφησε ο Trenet. Δανείζεται στοιχεία από ετερόκλητα μουσικά είδη, όπως τη rock, jazz, κλασική και λατινοαμερικάνικη μουσική, ακροβατώντας με τους πειραματισμούς του στα όρια της μορφής και δομής του chanson. Στην προσπάθειά του να διατηρήσει ένα υψηλό στιχουργικό επίπεδο, μελοποιεί Baudelaire, Verlaine, Rimbaud και Aragon. O Ferré ήταν εξαιρετικά αντισυμβατικός, σατίριζε, διαμαρτυρόταν και κατηγορούσε μέσα από τα τραγούδια του, ενώ σκανδάλισε την κοινή γνώμη με την ανοιχτά αντεθνική στάση του, υποστηρίζοντας την αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων στον αλγερινό πόλεμο του 1961 και το τέλος της αποικιοκρατίας της Γαλλίας.
Πέρα από τον Aznavour με το αξεπέραστο Mon vieux και τον Ferrat, επιτυχία γνωρίζουν και νέα ταλέντα, που όμως δεν γράφουν το δικό τους υλικό. Η πανέμορφη Dalida, ο Alain Barriere, η Anne Sylvestre, η Barbara, ο Michel Aubert, ο Pierre Vassiliu, ο Boris Vian, και ο Francis Lemarque.
Την ίδια εποχή, ο κινηματογράφος υιοθετεί επαναστατικές τεχνικές και γίνεται μέσο έκφρασης των κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών θέσεων. Με κύριους εκφραστές τον François Truffaut και τον Jean-Luc Godard, μπαίνει στην εποχή της Nouvelle Vague (Νέο Κύμα) και το chanson Rive Gauche ντύνει μουσικά τις κινηματογραφικές σκηνές. Συχνά οι chansoniers της εποχής τραγουδούν, αλλά και ερμηνεύουν κάποιο ρόλο στην ταινία, μεταπηδώντας ολοένα και με μεγαλύτερη ευκολία ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ιδιότητες, όπως ο Yves Montand και ο Eddie Constantine.
Το κακό παιδί, όπως συνηθίζουν να τον λένε, της γαλλικής μουσικής σκηνής δεν ήταν άλλος από τον Serge Gainsbourg, έναν μουσικό που άλλαζε με εξαιρετική ευκολία μουσικά είδη και γι’ αυτό δύσκολα μπορεί το ρεπερτόριό του να κατηγοριοποιηθεί. Με ρωσικοεβραϊκή καταγωγή και πατέρα μουσικό, έμαθε από μικρή ηλικία πιάνο και σύντομα συνέθετε, αλλά και έπαιζε δικά του τραγούδια. Μπαίνοντας στον κόσμο της show business, αλλάζει το πραγματικό του όνομα, Lucien, σε Serge για να μπορεί να περνάει για «σκληρός άντρας», παρ’ ότι το τρακ του στη σκηνή προδίδει την έμφυτη εσωστρέφειά του.
Η καριέρα του απογειώνεται όταν η Juliette Gréco τραγουδάει μαζί του το La Javanaise, ενώ γράφει το πρώτο του ερωτικό τραγούδι για την Brigitte Bardot, με την οποία έχει ένα σύντομο ειδύλλιο, αλλά ο σύζυγός της απαγορεύει την κυκλοφορία του. Το τραγουδάει λίγο αργότερα με τη γυναίκα που τον σημάδεψε, την Αγγλίδα Jane Birkin. Το Je t’ aime…moi non plus, με τους απρεπείς στίχους πάνω σ’ένα μουσικό χαλί από βογκητά, είναι βόμβα στο κατεστημένο. Σκανδαλίζει όλη την Ευρώπη και απαγορεύεται στην Αγγλία, ενώ, επιρρεπής στην πρόκληση, ηχογραφεί μερικά χρόνια αργότερα τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας, τη Marseillaise, σε μία ρυθμική διασκευή με Τζαμαϊκανούς μουσικούς. Το τιτλοφορεί Aux armes et caetera και πυροδοτεί νέο κύμα αντιδράσεων. Παρ’ όλα αυτά, τη μέρα που αφήνει την τελευταία του πνοή στο Παρίσι το 1991, οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες.
Πέρα από τους τραγουδοποιούς, αυτοί που έπαιξαν δραματικό ρόλο στην ανάπτυξη της γαλλικής μουσικής, ειδικά από τη δεκαετία του ’60 και μετά, ήταν οι κάτοχοι θέσεων-κλειδιά για την πολιτιστική ατζέντα και τη show business της εποχής. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Jacques Canetti, παραγωγός στη δισκογραφική εταιρεία Philips και εξαιρετικά αποτελεσματικός κυνηγός νέων ταλέντων -μεταξύ των οποίων η Greco, ο Brassens και ο Brel-, ο ιδιοκτήτης του περίφημου music hall που διατηρείται μέχρι σήμερα στη boulevard de Capucines, του Olympia, Bruno Coquatrix, και τέλος οι ιδιοκτήτες των μικρών δισκογραφικών εταιρειών που θα κατορθώσουν να προσελκύσουν τα νέα ταλέντα. Ο Eddie Barclay, ιδιοκτήτης και διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας Disques Barclay, και ο Léon Cabat, ιδιοκτήτης της μικρότερης Vogue.
Το πέρασμα στη δεκαετία του ’60 σηματοδοτεί την παρακμή του chanson Rive Gauche, την ίδια στιγμή που η γαλλική οικονομία αναπτύσσεται ανέλπιστα, με άμεση επίδραση στα πολιτιστικά αγαθά, αλλά και στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Η νεολαία διαθέτει επιτέλους χρήματα, που, μέσα στον πολιτιστικό πυρετό του Παρισιού, τα διαθέτει σε εισιτήρια συναυλιών, αλλά κυρίως σε δίσκους. Μέσα στην δεκαετία κυκλοφορούν 150.000 εκατομμύρια δίσκοι, οι δισκογραφικές εταιρείες ηχογραφούν και κυκλοφορούν δίσκους ακατάπαυστα, νέα ονόματα μπαίνουν στο προσκήνιο, ένας νέος ήχος διαμορφώνεται, ενώ οι Γάλλοι ανοίγουν τα αυτιά τους στις μουσικές άλλων χωρών.
Είναι η εποχή που τον λόγο έχουν οι νέοι και οι τέχνες, οι τελευταίες γνωρίζουν ένα νέο ζενίθ και στιγματίζουν όχι μόνο τους νέους, αλλά και τις μεγαλύτερες γενιές. Σύντομα το Παρίσι είναι το κέντρο του κόσμου.
Ως απάντηση στην έλευση του αμερικάνικου rock ’n’ roll και των σαρωτικών βρετανικών Σκαθαριών, διαμορφώνεται ένα νέο κίνημα και μουσικό είδος επονομαζόμενο chanson yéyé, παραφράζοντας το αγγλικό «yeah-yeah». Το chanson yéyé απευθύνεται στη νεολαία, αλλά το αντίπαλο δέος του, το chanson contemporaine εξακολουθεί να υπάρχει. Το πρώτο έχει αθώα, ακόμα και αφελή, θέματα και περιγράφει μελιστάλακτα ρομαντικά ειδύλλια, ραγισμένες καρδιές και αδιάσειστες φιλίες, ενώ το δεύτερο χρησιμοποιεί περίπλοκο λεξιλόγιο, αφηγείται ιστορίες και ενίοτε βασίζεται σε ποιήματα.
Οι γιεγιέδες εμφανίζονται στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο με μικρόφωνα και ενισχυτές, ενώ οι chansoniers αποκλειστικά σε μουσικά θέατρα, cabarets και music halls με ακουστικά όργανα. Στο κίνημα yéyé περιλαμβάνονται κυρίως γυναίκες, όπως η πιο βασίλισσα του twist, Sylvie Vartan, η αθώα Françoise Hardy με το Tous les garçons et les filles και η Sheila με το χαρακτηριστικό L'école est finie. Κάποιες από αυτές είναι έφηβες, μαθήτριες ακόμα, όπως η Jacqueline Taïeb, που ξεκινά την καριέρα της στα 16 της χρόνια, και η France Gall, που σε ηλικία μόλις 17 ετών κερδίζει το Α΄ βραβείο στη Eurovision του 1965 με το Poupée de cire, poupée de son του Gainsbourg. Ο τελευταίος την αποκαλεί «γαλλική Lolita». Στην απέναντι όχθη βρίσκονται ο ελληνικής καταγωγής Georges Moustaki του τραγουδισμένου από την Edith Piaf Milord, η διαφορετική Brigitte Fontaine, ο Christophe του Aline.
Στο κρατικό ραδιόφωνο, η εκπομπή «Salut les copains» του Daniel Filipacchi, ενός εξαιρετικά ενημερωμένου μουσικά ανθρώπου, προωθεί τη μουσική των γιεγιέδων και έχει τέτοια απήχηση, που σύντομα εκδίδεται ομώνυμο περιοδικό. Γίνεται εξίσου δημοφιλές, το τιράζ του θα φτάσει σε λίγους μόλις μήνες το 1.000.000 αντίτυπα. Ταυτόχρονα, με το ραδιόφωνο, τους δίσκους, την τηλεόραση, τον περιοδικό Τύπο και το χώρο του θεάματος, οι μουσικοί γίνονται μέρος της show business, ενός παιχνιδιού του οποίου τους όρους καλούνται να μάθουν. Οι γιεγιέδες προσαρμόζονται εύκολα και βρίσκονται σύντομα στο προσκήνιο και οι άντρες, όπως ο ρομαντικός Michel Polnareff, ο Jacques Dutronc του J’ aime les filles, ο Claude François -οι Γάλλοι τον φωνάζουν Cloclo- και με ένα μέρος των τραγουδιών του ο Serge Gainsbourg.
Οι γιεγιέδες κατηγορήθηκαν από την παλιότερη γενιά ότι στερούνταν δημιουργικότητας. Με τα θέματά τους, που δεν ήταν λογοτεχνικής αξίας, πίστευαν ότι προωθούν την πνευματική αδράνεια της νεολαίας και ταυτόχρονα οδηγούν στη λήθη την πολιτιστική κληρονομιά του έθνους, γι’ αυτό ανάμεσα στους chansoniers συγκαταλέγονται πολλοί πολέμιοί τους. Αν και με την αύξουσα επιρροή της τηλεόρασης το χάσμα που τους χωρίζει μικραίνει και οι διαχωρισμοί σταματούν. Ωστόσο, οι γιεγιέδες έχουν να αντιπαρέλθουν και τους ροκάδες, οι οποίοι τους χλευάζουν για τη μαλθακότητά τους.
Πρώτος απ’ όλους εισάγει στο γαλλικό κοινό το αμερικάνικο rock’n’roll ο Johnny Hallyday, που θα συνεχίζει ν’ αφήνει το στίγμα του στη γαλλική ροκ μουσική και τις επόμενες δεκαετίες, ενώ γίνεται τόσο δημοφιλής, που σύντομα τον φωνάζουν «Elvis της Γαλλίας». Στη ροκ σκηνή της εποχής εμφανίζονται ο Gene Vincent, ο Eddie Mitchell με το συγκρότημά του Les Chaussettes Noires και ο τζαζίστας ως τώρα Henri Salvador, με το ψευδώνυμο Henry Cording, σε τραγούδια του Boris Vian και του Michel Legrand. Το 1966 ιδρύεται το περιοδικό Rock & Folk, αρχικά ως ένθετο του περιοδικού Jazz,αλλά σύντομα αυτονομείται και κυκλοφορεί με πιστό κοινό, που το εμπιστεύεται μέχρι σήμερα.
Οι πολιτικές συνθήκες σημαδεύουν αυτή τη δεκαετία. Με τον πόλεμο του Βιετνάμ και τον Ψυχρό Πόλεμο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και την Ευρώπη να ταλαιπωρείται από χουντικά καθεστώτα, τον Φράνκο στην Ισπανία, τον Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, τον Παπαδόπουλο και τον Παττακό στην Ελλάδα του 1967. Μέσα σ’ αυτό το τεταμένο κλίμα και απέναντι σε μια σκληρή κυβέρνηση, οι πολιτικοποιημένοι και φιλελεύθεροι φοιτητές της Σορβόννης επαναστατούν. Είναι ο Μάης του ’68.
Οι διαδηλώσεις των φοιτητών και οι συγκρούσεις τους με την Αστυνομία έχουν και φιλοσοφικές προεκτάσεις, και γι’ αυτό ο Jean-Paul Sartre τρέχει στο Cartier Latin για να μιλήσει με τους νέους, ενώ πολλοί ηγέτες της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού δείχνουν την υποστήριξή τους. Οι φοιτητές αντιτάσσονται μεν στην απολυταρχία του Charles de Gaul, αλλά ψάχνουν δίαυλους έκφρασης και επικοινωνίας, όπως η πολιτική γραφή, η φιλοσοφική σκέψη και οι βαθυστόχαστοι στίχοι. Μουσικά εκφράζονται με τραγουδιστές της προηγούμενης γενιάς, τον Yves Montand, τον Gilbert Bécaud, τον Charles Trenet και φυσικά την L’ Internationale, τον κομμουνιστικό ύμνο. Από εδώ και πέρα η μόδα των yéyé δεν θα έχει την ίδια απήχηση.
Σε απάντηση των γεγονότων, ο Charles Trenet γράφει το C’est extra και ο «δικός» μας Vangelis, που είναι στο Παρίσι κατά τη διάρκεια των γεγονότων, κυκλοφορεί ένα συμφωνικό ποίημα με τίτλο Fais que ton rêve soit plus long que la nuit (Κάνε το όνειρό σου να είναι πιο μεγάλο από την νύχτα), ενώ όλοι οι auteurs-compositeurs-interprètes διαφοροποιούν τους στίχους τους, ανταποκρινόμενοι στις επιταγές της εποχής. Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα η χούντα φέρνει δραματικές αλλαγές, εκτός των άλλων και στην πολιτιστική ζωή.
Η λογοκρισία είναι έντονη και όποια προσπάθεια δημιουργίας πολιτιστικού αγαθού με μηνύματα κατά των συνταγματαρχών γίνεται εφικτή μόνο με συμβολισμούς. Ο Μίκης Θεοδωράκης, η Μελίνα Μερκούρη, η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Γιάννης Ξενάκης, ο Χρήστος Σαρτζετάκης μεταξύ άλλων αυτοεξορίζονται και κατορθώνουν να υψώσουν την επαναστατική τους φωνή από το Παρίσι. Συνοδοιπόρος σ’ αυτόν τον αγώνα, ο Κώστας Γαβράς, που σκηνοθετεί το περίφημο «Z» -από το σύνθημα υπέρ του Γρηγόρη Λαμπράκη «Ζει»- με πρωταγωνιστή τον Yves Montand. Η ταινία βραβεύεται στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά και στα αμερικανικά Όσκαρ. Η μουσική του Θεοδωράκη τραγουδιέται από Έλληνες και Γάλλους και το Παρίσι διαμορφώνεται σε εστία αντίδρασης και αντίστασης εναντίον του καθεστώτος εκτός Ελλάδας.
Στη δεκαετία του 1970, συνεχίζουν την δράση τους οι auteurs-compositeurs-interprètes, οι ροκάδες, αλλά όχι και οι τραγουδίστριες του chanson yéyé. Η μόδα του έχει πια περάσει. Αντ’ αυτού, γεννιέται το chanson populaire ή chanson de pop (δημοφιλές τραγούδι), που θεωρείται από τους Γάλλους ένα είδος ελαφριάς μουσικής, που μιλάει για την αγάπη και τη ζωή. Το είδος αυτό υπόκειται απόλυτα στους κανόνες της δισκογραφίας και της μαζικής παραγωγής, αφού απευθύνεται στις μάζες. Έτσι, οι έννοιες και το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούνται πρέπει να είναι απλουστευμένα, οι μελωδίες εύκολες στο άκουσμα για να μένουν στο αυτί, ενώ η δομή ακολουθεί την πάγια εναλλαγή μεταξύ κουπλέ και ρεφρέν. Η δε διάρκεια του κάθε τραγουδιού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία λεπτά, για να έχει την δυνατότητα να ηχογραφηθεί σε δίσκους των 78 ή 45 στροφών. Οι καλλιτέχνες του chanson de pop είναι εξαιρετικά επικοινωνιακοί και φιλικοί προς τα νέα μέσα, ειδικά την τηλεόραση.
Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται πολλοί από το chanson yéyé, που έχουν μεταπηδήσει είδος, όπως ο Michel Polnareff, που αλλάζει δραματικά εμφάνιση και τραγουδάει το αγγλικό Love me please love me, ο Salvatore Adamo με τις μπαλάντες του, η Dalida, η μόνη που κάνει παγκόσμια καριέρα, η Mireille Mathieu που τραγουδάει σε 11 γλώσσες και η Michelle Torr με το Emmène-moi danser ce soir φτάνει τα 3 εκατομμύρια πωλήσεις. Η μουσική variété συμπυκνώνει διάφορα στοιχεία και βρίσκουμε διάφορους μουσικούς που ανανεώνουν το ύφος τους.
Ο Henri Salvador σταματάει τους πειραματισμούς τους με τη rock μουσική και επιστρέφει στην παλιά του αγάπη, την jazz, φτιάχνοντας όμως πιο προσιτή μουσική. Με jazz παρελθόν είναι και ο φίλος του Sacha Distel, ο oποίος δημιουργεί και τραγουδά το πασίγνωστο Monsieur Cannibal, ενώ το Capri, c’ est fini φέρνει την αναγνωρισιμότητα στον Hervé Vilar και πωλήσεις 40 εκατομμυρίων δίσκων.
Ο Antoine, ένας ιδιότυπος χίπης από τη Μαδαγασκάρη, γνωρίζει φοβερή επιτυχία με το Les Élucubrations, αλλά σύντομα τα παρατάει όλα για να γυρίσει τον κόσμο. Η Françoise Hardy και ο Serge Gainsbourg συνεργάζονται στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας με μουσικούς από την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, η πρώτη βάζει στοιχεία bossa nova στο La chanson d’ O και ο δεύτερος δημιουργεί τη δική του ρυθμική εκδοχή της Marseillaise το 1979. Η Brigitte Fontaine συνεχίζει να αφομοιώνει αραβικές επιρροές.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής, νέοι καλλιτέχνες εκμοντερνίζουν το γαλλικό chanson, το οποίο μέχρι το τέλος της δεκαετίας αυτής ενσωματώνεται στην pop. O Michel Sardou ανήκει στη γενιά των auteurs-compositeurs-interprètes και σ’ αυτή τη δεκαετία συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς τραγουδοποιούς της χώρας.
Με 120 εκατομμύρια δίσκους στο ενεργητικό του, αγαπιέται ακόμα περισσότερο με το τραγούδι La France, στο οποίο ουσιαστικά κατακεραυνώνει τον πρόεδρο Valéry Giscard d’ Estaing και την κυβέρνηση Chirac. Τα συνδικάτα και οι κομμουνιστικές οργανώσεις τον εξυμνούν, ξεχνώντας το δεξιό του παρελθόν. Το 1975 ο Joe Dassin ηχογραφεί το L'été indien που γίνεται η μεγαλύτερή του επιτυχία, ενώ λίγα χρόνια μετά δίνει συναυλία στο γεμάτο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και ο Francis Cabrel, ο Alain Souchon, και ο Jacques Higelin.
Το γαλλόφωνο ροκ αναπτύσσεται με αργούς ρυθμούς σε σχέση με τα άλλα είδη, καθώς αντιμετωπίζει τον σκεπτικισμό πολλών. Πέρα από τους Johnny Hallyday και Gene Vincent, που συνεχίζουν δυναμικά, δημιουργούνται το 1976 οι Téléphone, ένα από τα πρώτα γαλλικά ροκ συγκροτήματα και από τα ελάχιστα που μπόρεσαν να κάνουν να κάνουν περιοδείες πέρα από τα στενά όρια της πατρίδας τους.
Ακολουθώντας τα ρεύματα της Αμερικής και του psychedelic rock, ο Jean-Pierre Massiera’s ηχογραφεί το ριζοσπαστικό Les Maledictus Sound και το ελληνικό συγκρότημα Aphrodite’s Child, που περιλαμβάνει στα μέλη του τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Ντέμη Ρούσσο, κυκλοφορεί ένα από τους δίσκους με την μεγαλύτερη επίδραση στο χώρο τους, το 666. Ο Alan Stivell συνδυάζει τα παραδοσιακά στοιχεία της Βρετάνης και των Κελτών σε ένα πρωτότυπο συνδυασμό folk-rock, που κινείται στα όρια του progressive rock.
Με την πτώση του χουντικού καθεστώτος, το 1974, η Ελλάδα αναγεννιέται και, πέρα από την θερμή υποδοχή που επιφυλάσσει για τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, που επιστρέφει από την Αμερική, αναμένει και τους Γάλλους τραγουδιστές που έχει αγαπήσει. Ο Johnny Hallyday, ο Charles Aznavour, η Dalida δίνουν μελωδίες στις ελπίδες του λαού, ενώ ο Louis de Funès με τις ταινίες του φέρνει το γέλιο πάλι στα χείλη των Ελλήνων. Στον αντίποδα, οι Γάλλοι αγκαλιάζουν την δική μας Νάνα Μούσχουρη.
Η κλασική περίοδος του γαλλικού τραγουδιού με τους τροβαδούρους του chanson και τις επαναστατικές εκφάνσεις της γαλλικής νεολαίας ολοκληρώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 70. Από το 1980 και μετά η πορεία της γαλλικής μουσικής επηρεάζεται από τα παγκόσμια ρεύματα, αλλά και από τις μουσικές των πρώην αποικιών, που ενσωματώνονται στον όρο francophonie και ξεκινά μία νέα τροχιά, που θα εξερευνήσουμε περαιτέρω σύντομα.
Πηγή: Δίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου